ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ε εφημερίδας Ελευθεροτυπία 23-24 4.2011
«Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί». Ο διάσημος στίχος δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη εφαρμογή από τις αρχές της συστημικής ψυχοθεραπείας, που υποστηρίζουν ότι δεν μπορούμε να δούμε ένα σύμπτωμα που εκδηλώνει το άτομο ξεχωριστά από το σύστημα μέσα στο οποίο το άτομο αυτό εντάσσεται.
Η ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια Χάρις Κατάκη υπηρετεί έμπρακτα αυτές τις αρχές για περισσότερο από τρεις δεκαετίες μέσα από το ερευνητικό της έργο, αλλά και μέσα από Εργαστήριο Διερεύνησης Ανθρώπινων Σχέσεων, το οποίο ίδρυσε και διευθύνει από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Με πολυδιαβασμένα βιβλία στο ενεργητικό της, όπως «Οι τρεις ταυτότητες της ελληνικής οικογένειας», και έχοντας βοηθήσει και συμβουλεύσει εκατοντάδες ελληνικές οικογένειες και ζευγάρια όλα αυτά τα χρόνια, είναι η πλέον ιδανική για να μας μιλήσει για τα σκαμπανεβάσματα, τα αδιέξοδα, αλλά και τις ελπίδες της ελληνικής οικογένειας σε εποχές κρίσης όπως η σημερινή.
Πώς πήρατε την απόφαση να γυρίσετε στην Ελλάδα, ενώ είχατε τη δυνατότητα να φύγετε οριστικά;
«Όπως πάρα πολλοί Έλληνες, ου έφυγαν στο εξωτερικό για να σπουδάσουν έτσι κι εγώ ήμουν διχασμένη. Τι με τράβηξε πίσω; Όχι απαραίτητα η φύση και ο ήλιος. Ωραία είναι αυτά αλλά τώρα οι αποστάσεις έχουν μικρύνει. Αυτό που μας δένει με τον τόπο είναι οι ρίζες, οι καταβολές, η αγάπη γι αυτόν τον τόπο και ότι συνεπάγεται. Προσωπικά, αν δεν είχα ακολουθήσει έναν δρόμο που δίνει νόημα στη ζωή μου και έχει σχέση μ αυτόν τον τόπο, ίσως να μη γυρνούσα. Το ότι ασχολήθηκα με την ελληνική οικογένεια και προσπάθησα να ωφελήσω όσο μπορώ, μέσα από τη γνώση που απέκτησα από τις εμπειρίες που έχω, τον κύκλο των ανθρώπων που έχει δημιουργηθεί γύρω μου, ο οποίος πλέον είναι πολύ μεγάλος, ειδικά μετά τα βιβλία ου έγραψα, αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο για να θέλω να είμαι εδώ».
Τι σας ενοχλεί περισσότερο στην ελληνική νοοτροπία και που θεωρείται ότι οφείλεται;
«Με ενοχλούν παγιωμένες συνήθειες που μπορεί κάποτε να ήταν λειτουργικές, αλλά σήμερα γίνονται τροχοπέδη στην πρόοδο. Το ρουσφέτι και το μέσο ήταν κάποτε ο τρόπος που οι Έλληνες στην επαρχία και στην αγροτική Ελλάδα συνδέθηκαν με τα κέντρα αποφάσεων στην Αθήνα. Σήμερα αυτό το μοντέλο είναι δυσλειτουργικό».
Τελικά, «μαζί τα φάγαμε;» Και σε ποιο βαθμό;
«Εξαρτάται σε ποιο πλαίσιο το βάζεις. Όλες αυτά τα blanketstatements, οι γενικόλογες δηλώσει είναι πολύ επικίνδυνες, αν δεν ορίσουμε αυστηρά τους όρους. Για να κάνουμε μια σύγκριση με τον τομέα που γνωρίζω, τη συστημική ψυχοθεραπεία, τα ίδια πράγματα που βλέπεις σε μια οικογένεια τα βλέπεις και σε κοινωνικό επίπεδο. Υπάρχουν ισομορφίες. Όταν σε μια οικογένεια υπάρχει ένα πρόβλημα, εμείς οι συστημικοί ψυχοθεραπευτές δεν εστιάζουμε μόνο στο σύμπτωμα, αλλά σε ολόκληρο το σύστημα. Το ίδιο ισχύει για την κοινωνία. Οι πολιτικοί όντως τα΄φαγαν, αλλά εμείς του ψηφίσαμε. Όμως, δεν φταίμε μόνο για τα κακά της κοινωνίας και τα καλά της ελληνικής κοινωνίας εμείς τα κάναμε».
Πιστεύεται ότι η φαυλότητα των πολιτικών θεωρείται σύμφυτη με τη λειτουργία ης δημοκρατίας; Μήπως τότε στις «κορώνες» εναντίον αυτής της φαυλότητας ελλοχεύει κίνδυνος για την υπονόμευση του δημοκρατικού πολιτεύματος;
«Γιατί να μιλήσω για τη φαυλότητα των πολιτικών και να μη μιλήσω για τη φαυλότητα των γιατρών, τη φαυλότητα των υδραυλικών……. Τη φαυλότητα των πολιτικών την έχουμε ενισχύει εμείς, με τα δικά μας χαρακτηριστικά».
Τι πρέπει να κάνουμε ατομικά και συλλογικά; Τι μπορούμε να κάνουμε;
«Για να βγούμε από την κρίση πρέπει να αναλάβουμε προσωπική ευθύνη και να αποκτήσουμε κοινωνική συνείδηση και απαίτηση. Έχουμε έναν στενό κύκλο, “των δικών μας ανθρώπων” και πέραν τούτου όλοι οι άλλοι θεωρούνται ξένοι. Πρέπει να διευρύνουμε αυτόν τον κύκλο. Πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο, πράγματα που είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Η πραγματική συλλογικότητα δεν δημιουργείται χωρίς προσωπική ευθύνη. Ας μην ξεχνάμε ότι στις παραδοσιακές κοινωνίες όσο πιο έντονη ήταν η ιδέα της κοινότητας τόσο πιο έντονη ήταν και η προσωπική ευθύνη. Ακόμη και το παιδί των τεσσάρων χρόνων στην παραδοσιακή οικογένεια προσέφερε περισσότερα από όσα έπαιρνε. Έλεγες, δηλαδή, στο τετράχρονο παιδί, «Κώστα, πήγαινε φέρε ξύλα». Αυτό συνέβαινε και μέχρι το 1960, αλλά η παραδοσιακή Ελλάδα δεν εξαφανίστηκε σε μια μέρα. Σιγά –σιγά διαβρώθηκε, αλλά εμείς έχουμε τέτοιες ρίζες και μνήμες. Γι αυτό μπορούμε να αλλάξουμε αρνητικές συμπεριφορές, αλλά μπορούμε να αναβιώσουμε και θετικά χαρακτηριστικά. Ευτυχώς, έχουμε και τέτοια».
Υπάρχουν ελπιδοφόρες δυνάμεις στην χώρα; Πώς θα ανασυνταχθούν και θα εκφραστούν;
«Επειδή λειτουργώ πολύ με μικρές ομάδες, που έρχεται κόσμος για να βοηθήσει και να βοηθηθεί, βλέπω στις μικρές κοινότητες, όχι μόνο τις θεραπευτικές, τη μικρογραφία ενός καλύτερου κόσμου. Θεωρώ ότι σε αυτήν τη φάση θα ενισχυθούν μικρές ομάδες, καλλιτεχνικές, εθελοντικές, όπου μέσα σε αυτές συσπειρωνόμαστε και βγάζουμε τον καλύτερό μας εαυτό. Σε μικρό επίπεδο αναβιώνουν πολλά παραδοσιακά στοιχεία, όπως το κέρασμα, το φίλεμα, που είναι συμβολικές πράξεις και σημαίνουν “μοιράζομαι”.
Πώς θα συμβουλεύατε τους σημερινούς 20άρηδες να πορευτούν;
“H σοφία για μένα είναι να ξεχωρίσεις τι θα πετάξεις, τι θα κρατήσεις και τι θα μεταλλάξεις. Για εμάς νομίζω το ποιο σημαντικό θετικό στοιχείο είναι το νοιάξιμο. Εμείς σήμερα, επειδή δεν έχουμε σταθερές σχέσεις, το νοιάξιμο το κάνουμε και με ανθρώπους ου επιλέγουμε. Εμεί κάνουμε σεμινάρια και εκδηλώσει με βάσει το “ Πάρα πέντε”, το σίριαλ του Καπουτζίδη. Η ομάδα του “Πάρα πέντε” συνδυάζει τη διαφορετικότητα, την ανεκτικότητα, την αποδοχή και την τρυφερότητα, ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών. Τι ένωσε αυτούς τους ανθρώπους; Τους ένωσε το παρελθόν πολύ έμμεσα, αλλά κυρίως τους ένωσε ένας κοινός σκοπός στο εδώ και το τώρα».
Ποια είναι η βασική ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικογένειας;
«Βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής νοοτροπίας, το οποίο έχει διαπιστωθεί και σε διαπολιτισμικές έρευνες, είναι το πώς ορίζουμε τον “κύκλο των δικών μας” , ποιους θεωρούμε δηλαδή δικούς μας ανθρώπους. Οι Αμερικανοί, για παράδειγμα, έδωσαν τον ορισμό του κύκλου δικών ως “οι άνθρωποι σαν εμένα”- απρόσωπα και γενικά. Οι Έλληνες απάντησαν με πρόσωπα: δικοί μου άνθρωποι είναι η οικογένειά μου και οι φίλοι των φίλων μου. Αυτό για μας είναι καθοριστικό. Κατά τη γνώμη μου, η ευρεία οικογένεια είναι το τελευταίο οχυρό που κρατάει τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας. Ακόμα και οι μεικτές και οι μονογονεϊκές οικογένειες είναι ενταγμένες σε ένα ευρύτερο φάσμα ευρείας οικογένειας. Ακόμα είναι πολύ σημαντικό, γιατί και τα χρισμένα ζευγάρια έχουν κάπου να ακουμπήσουν».
Πού εντοπίζετε την κρίση της οικογένειας σήμερα;
«Γράφω για την κρίση της ελληνικής οικογένειας εδώ και πολλά χρόνια. Η μεγάλη κρίση της οικογένειας ξεκίνησε όταν αφήσαμε πίσω την οικογένεια που στηρίζεται στην επιβίωση-οπότε είμαστε μαζί και για οικονομικούς λόγους-και περάσαμε στην μετα-μοντέρνα εποχή, που είμαστε μαζί για ψυχο-κοινωνικούς λόγους, για να ζεσταίνονται οι καρδούλες μας, για να το πούμε απλά. Ενώ βρισκόμαστε ακόμα σ αυτήν τη φάση, όπου ο σκοπός της οικογένειας αλλάζει και η οικογένεια περνά από δραματικές αλλαγές, συμπίπτει και η οικονομική κρίση και η εικόνα γίνεται πιο σύνθετη. Το πώς θα λειτουργήσει η οικονιμκή κρίση σε πρώτη φάση, δηλαδή το αν θα ωθήσει τα πράγματα προς τα εκεί που πάνε ούτως ή αλλως (δηλαδή, στο να δώσουμε σημασία στην επικοινωνία και τις συναισθηματικές επαφές), αυτό θα κριθεί. Νομίζω ότι μπορεί η οικονομική κρίση να μας βοηθήσει να αναθεωρήσουμε βαθύτερα το ποιοι είμαστε, πού πάμε και γιατί, άρα και ποιοι είναι οι δικοί μας άνθρωποι. Η κρίση μπορεί να μας συσπειρώσει, να μας φέρει πιο κοντα».