Αυτό που φαίνεται σαν αγεφύρωτη ρήξη ανάμεσα σε μάνα και κόρη, ιδωμένο από μια άλλη σκοπιά, μεταμορφώνεται σε μια ισχυρή συμμαχία που στόχο έχει βαθιές ανατροπές και κατάργηση ιδρυτικών συμβολαίων που υπογράφηκαν σε προηγούμενες γενιές.
Η Φιλιώ γεννήθηκε σε ένα χωριό της Μάνης. Μοναχοκόρη με ένα μικρότερο αδερφό. Στα δεκαοχτώ της έμεινε έγκυος από ένα συγχωριανό της. Οι γονείς της «ξέπλυναν την ντροπή» μ’ ένα γάμο που δεν πήγε καλά και γρήγορα διαλύθηκε. Απηυδισμένη από τον άτυχο γάμο, τις συνεχείς επιπλήξεις και τους καβγάδες με τους γονείς, τους αφήνει το μωρό της και φεύγει για την Αθήνα. Στην πρωτεύουσα βρέθηκε μόνη και αβοήθητη. Μετά από πολλές περιπέτειες και στερήσεις, βρίσκει δουλειά σε ένα φωτογραφείο και μετά από πολλούς αγώνες καταφέρνει τελικά να στήσει ένα δικό της.
Τότε αποφάσισε να πάρει κοντά της το κοριτσάκι της, την Μάχη, επτά χρονών πια, αλλά οι γονείς της δε θέλουν να της το δώσουν. Χρειάστηκε να συγκρουστεί μαζί τους για να το πάρει. Με την προσωπική της ζωή η Φιλιώ δεν τα πάει πολύ καλά. Μετά από απανωτούς δεσμούς, κάνει έναν ακόμα γάμο, αλλά στο χρόνο επάνω χωρίζει.
Η Μάχη στην εφηβεία της είναι ένα κορίτσι ατίθασο και προκλητικό. Δεν πήγαινε καλά στο σχολείο, συχνά το σκάει και με τη μητέρα της μαλώνουν καθημερινά. Η Φιλιώ ανήσυχη γι’ αυτήν την κατάσταση, απευθύνεται σε ειδικούς για να βοηθήσουν το παιδί της και τελικά καταλήγει η ίδια σε θεραπευτική ομάδα. Ψάχνοντας να βρει λύσεις για τα προβλήματα της κόρης της, έφτασε στα δικά της. Σιγά-σιγά τα πράγματα αλλάζουν. Αισθάνεται καλύτερα με τον εαυτό της, στέκεται στα πόδια της, νιώθει περισσότερη αυτοπεποίθηση. Η Μάχη έστρωσε, μαζεύτηκε. Τελείωσε το λύκειο και γράφτηκε σε μια σχολή γραμματέων. Και ξαφνικά έρχεται η μεγάλη πρόκληση.
Η Μάχη της ανακοινώνει ότι σε μία βδομάδα παντρεύεται με ένα νέο που δεν έχει τακτική δουλειά. Δουλεύει περιστασιακά σε οικοδομές. Η Φιλιώ κλονίζεται. Κυριεύεται πάλι από το αίσθημα της αποτυχίας. Κατηγορεί τον εαυτό της ότι εκείνη φταίει, κάτι δεν κάνει καλά. Ο φόβος της είναι τρομακτικός, καθώς μπροστά της βλέπει να επαναλαμβάνεται η δική της ιστορία. Τρία χρόνια όμως στην θεραπευτική ομάδα έχει πια πολλά καταλάβει, πολλά ανατρέψει.
Διαισθάνεται ότι αυτό που γίνεται τώρα δεν είναι οπισθοδρόμηση, είναι κάτι σα να της ζητάει η κόρη της, σαν την προκαλεί να της δώσει καθοδήγηση. Κατά βάθος ξέρει ότι η κόρη της δεν της ζητάει να πει “ναι” σε αυτό το γάμο αλλά “όχι”. Η Μάχη την δοκιμάζει. Αυτό όμως που της κόβει τα πόδια, που την ακινητοποιεί, είναι η σκέψη πως αν την κοντράρει, θα φύγει από το σπίτι όπως έκανε και εκείνη, και θα περάσει τα ίδια βάσανα στη ζωή της.
Αμφιταλαντεύεται μέσα στον πανικό, οπότε οι πιθανότητες να γίνει αυτό που φοβάται αυξάνονται. Οι θεραπεύτριές της και η ομάδα τη στηρίζουν. Της λένε ότι αυτό που έχει σημασία τώρα είναι η κόρη της να τη δει να παίρνει την ευθύνη για τη ζωή και των δυο τους. Αυτό που καίει την Μάχη δεν είναι ο γάμος της, αλλά η σχέση με τη μητέρα της. Δεν είναι η ασφάλεια σε άλλη αγκαλιά που αποζητά, αλλά η σίγουρη σταθερή δική της. “Πάρε θέση, προχώρα, όσο και να σε πονάει” της λένε. “Κάνε τη βουτιά στα βαθιά”.
Μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων, η Φιλιώ μπαίνει στην ομάδα με άλλο αέρα. Είναι εμφανές ότι κάτι πολύ σημαντικό έχει καταφέρει. Σαν να έχει πάρει μία καθοριστική απόφαση ζωής. Τα συναισθήματά που πλημμυρίζουν γρήγορα περνάνε στην ομάδα και η διήγηση της γίνεται μέσα σε ένα κλίμα έντονης συναισθηματικής φόρτισης.
Όταν μίλησα στην μικρή, άρχισε η Φιλιώ, προσπάθησα να είμαι ψύχραιμη. Ήθελα το μήνυμα που θα της δώσω να είναι σαφές. Σήμερα αισθάνομαι ότι μπορώ να φροντίσω για το καλό της. Η άρνησή μου για το γάμο έχει αυτό το νόημα. Της είπα λοιπόν, όσο πιο ήρεμα μπορούσα, ότι δεν τη θεωρώ έτοιμη να πάρει απόφαση δέσμευσης για τη ζωή της και ότι οφείλω να την προστατέψω. Τεκμηρίωσα τη θέση μου όσο πιο αναλυτικά μπορούσα. Άρχισε να τρέμει από το θυμό της, να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της, να προσπαθεί να με πείσει. Βλέπει ότι το θυμό της τον αντιμετωπίζω ήρεμα. “Το ξέρω” της λέω, “ότι είσαι θυμωμένη γιατί έχω κάνει πολλά λάθη”.
Εκεί η Μάχη κάνει την έκρηξη. “’Όλα στραβά τα έκανες, τίποτα δε μου έδωσες, σταμάτα να μου κάνεις την ψύχραιμη”. “Δεν υποκρίνομαι”, της λέω ήρεμη, “είμαι αποφασισμένη”. Τότε πια αγρίεψε. “Εγώ τον Μανώλη τον αγαπάω. Θα τον παντρευτώ. Φτάνουν τα προβλήματα που μου δημιούργησες εσύ και ο πατέρας μου”. Προσέχω πολύ τις λέξεις μου. “Ό,τι και να κάνεις”, της λέω, “εγώ θα είμαι κοντά σου. Θα κάνω ό,τι μπορώ ώστε όταν πάρεις μια τέτοια απόφαση, να τα έχεις βρει με μένα και με τον εαυτό σου”. Δεν άκουγε τίποτα. Η αντίδραση της ήταν σφοδρότατη. Έγινε αυτό που φοβόμουνα. “Το μόνο που θα καταφέρεις”, μου λέει, “είναι να φύγω από το σπίτι”. Δεν ξέρω που τη βρήκα τη δύναμη και της λέω ψύχραιμα, “τίποτα δεν θα με σταματήσει. Ακόμη κι αν αποφασίσεις να φύγεις και δε μπορέσω να σε σταματήσω, εγώ θα είμαι δίπλα σου”.
Ενώ φαινομενικά η σύγκρουση ανάμεσα σε μάνα και κόρη έχει εστιαστεί στο συγκεκριμένο θέμα του γάμου της Μάχης, σε ένα βαθύτερο επίπεδο αφορά στη σχέση μεταξύ τους. Η σφοδρότητα της αντιπαράθεσης δημιουργεί αναμοχλεύσεις που φέρουν στην επιφάνεια κοινές ταυτίσεις, μύθους και σκοπιμότητες. Η επικοινωνία τους μετατρέπεται σε έναν ισχυρό μοχλό που ωθεί σε ουσιαστικότερες αναθεωρήσεις και ανακατατάξεις που θα σφραγίσουν την περαιτέρω πορεία και των δύο.
Ενώ η Φιλιώ εμφανίζεται να αντιδρά όσον αφορά στο θέμα του γάμου, στο εδώ και τώρα δίνει εξαιρετικά πολύτιμα μηνύματα στην κόρη της σε ό,τι αφορά στην ανθρώπινη επικοινωνία. Είναι δεκτική σε ό,τι της λέει για την ίδια και την σχέση τους. Αποδέχεται το θυμό της κόρης της, αλλά ξεκαθαρίζει την δική της θέση και δεν κλονίζεται. Παίρνει την ευθύνη του γονιού και αφήνει προοπτικές για μελλοντική προσέγγιση. Όπως δείχνει η συνέχεια της αφήγησης, η Μάχη εντείνει την πρόκληση και ωθεί τη μητέρα της σε ακόμα σημαντικότερες και δυσκολότερες αποφάσεις.
Εκεί έγινε η δεύτερη έκρηξη, λέει η Φιλιώ. “Με διώχνεις δηλαδή από το σπίτι μου”, μου είπε. “Αυτό που μένει να κάνω είναι να ζητήσω βοήθεια από το μόνο άνθρωπο που έχω, τον παππού”. Τρόμαξα. Προσπάθησα να την αποτρέψω γιατί ξέρετε τι σήμαινε για μένα να βρεθώ πάλι αντιμέτωπη με τους γονείς μου. Όμως πιάνω τον εαυτό μου να της λέει: “Είμαι αποφασισμένη να αντιμετωπίσω όχι παππού και γιαγιά αλλά θεούς και δαίμονες για να σε προστατέψω με οποιοδήποτε κόστος”. “Κάνε ό,τι νομίζεις”, μου λέει, “εγώ θα τηλεφωνήσω στον παππού”. Και το κάνει.
Αυτό που φαίνεται σαν αγεφύρωτη ρήξη ανάμεσα σε μάνα και κόρη, ιδωμένο από μια άλλη σκοπιά, μεταμορφώνεται σε μια ισχυρή συμμαχία που στόχο έχει βαθιές ανατροπές και κατάργηση ιδρυτικών συμβολαίων που υπογράφηκαν σε προηγούμενες γενιές.
Παίρνει μπροστά μου τηλέφωνο, συνεχίζει η Φιλιώ, και με πολύ προκλητικό τρόπο λέει στον παππού της τα καθέκαστα. Ο πατέρας μου με ζητάει στο τηλέφωνο και με πιάνει από τα μούτρα. Μου λέει ότι εκείνος είναι ο γονιός και θα την παντρέψει χωρίς εμένα. Αποτέλεσμα; Βρέθηκα στο χωριό. Δυστυχώς έγιναν έκτροπα, λέει με τρεμάμενη φωνή. Μου επιτέθηκαν. Είδα τη μάνα μου, μια Μανιάτισσα μοιρολογίστρα, να ουρλιάζει: “Εσύ μας κατέστρεψες, πας να καταστρέψεις και το παιδί σου”. Ενώ στην αρχή προσπάθησα να τους πείσω με λογικά επιχειρήματα, έχασα κι εγώ την ψυχραιμία μου. Φώναζα. Δεν ήξερα τι έλεγα (κλαίει). Φοβήθηκα κιόλας, γιατί ο πατέρας μου έχει πίεση. Είχα γίνει μουσκίδι στον ιδρώτα, αλλά ήμουν ανένδοτη. “Όπως εσείς κρίνατε”, τους είπα, “κάποτε σκόπιμο να με στεφανώσετε, αισθάνομαι και εγώ αυτή τη στιγμή υπεύθυνος γονιός και θα κάνω αυτό που πιστεύω καλό για το παιδί μου. Αν σου λέγε ο πατέρας σου τότε να μη με παντρέψεις θα τον άκουγες;” “Όχι”, μου λέει. “Δικό μου είναι το παιδί”, του λέω, “εγώ θα αποφασίσω τι θα γίνει. Πάρ’ το απόφαση, το παιδί είναι δικό μου”.
Με τα χίλια ζόρια και αφού ο πατέρας μου έβγαλε έξω τη μάνα μου που ωρυόταν, στο τέλος μου είπε: “Σταμάτα, ηρέμησε, εσύ είσαι ο γονιός”. Πιο μαλακωμένος την άλλη μέρα και ενώ η μάνα μου εξακολουθούσε να μου επιτίθεται, ο πατέρας μου μου έδωσε κάποιο δίκιο. “Σε παρακαλώ”, του είπα, “στήριξε με τουλάχιστον εσύ”. Με αγκάλιασε και κλάψαμε μαζί. Όταν γύρισα στην Αθήνα είχα να αντιμετωπίσω και τον αδερφό μου. Τα ίδια και με αυτόν. Σίγουρα τον είχαν πάρει στο τηλέφωνο και του είχαν πει να με συνετίσει. Του είπα: “Ως εδώ. Έβαλα όρια στον πατέρα μου θα τα βάλω και σε σένα. Δεν θέλω επέμβαση. Κατάλαβες; Έχεις γυναίκα και παιδιά, κοίτα τη δουλειά σου”. Και μου απαντάει: “Εσύ δε λες ότι το καλό της Μάχης είναι αυτό που εσύ αποφασίζεις; Το ίδιο κάνω και εγώ. Αποφασίζω ότι για το καλό σου πρέπει να επεμβαίνω και θα επέμβω”. Πολλά ειπώθηκαν. Έβλεπα ότι ήταν καλοπροαίρετος. Τελικά μαλάκωσε όπως ο πατέρας μου. Τα βρήκαμε. Στο τέλος μου λέει: “Σταμάτα, μην είσαι χαζή, σ’ αγαπάω. Εδώ που με έφερες έδωσα τη μάχη μου. Σου λέω όμως ότι δεν θα ανακατευτώ περισσότερο”.
Η προκλητική στάση μάνας και κόρης είχε θεωρηθεί στο παρελθόν από την οικογένεια της καθεμιάς προβληματική συμπεριφορά. Και το είχαν πληρώσει και οι δύο. Σε αυτή τη φάση η “αντιδραστικότητα”, από αρνητικό στοιχείο μετατρέπεται σε θετική δύναμη που προκαλεί καίριες ανατροπές. Πίσω από τα “όχι” που προβάλλουν η μία στην άλλη και στη σχέση τους με την υπόλοιπη οικογένεια, κρύβεται ένα πανίσχυρο “ναι”. Κατασκευάζουν μαζί ένα δημιουργικό “χάσμα γενεών” που θα ανακόψει την πορεία των φαύλων κύκλων και στις επόμενες γενιές.
Η αποφασιστικότητα των δύο γυναικών ανατρέπει τις ισορροπίες. Σπάζουν τριγωνοποιήσεις. Επιτυγχάνεται η οριοθέτηση των οικογενειακών ρόλων. Ο αδερφός παύει να παίζει το ρόλο του βοηθού γονιών. Επανατοποθετείται η σημαντική και απαραίτητη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις γενιές. Τα μέλη της οικογένειας παύουν να είναι ανευθυνοϋπεύθυνα προσπαθώντας να βοηθήσουν όλους τους άλλους και να μπερδεύονται. Παίρνοντας όλοι τη θέση τους στον οικογενειακό αστερισμό, πυροδοτούνται διεργασίες για νέες, πιο λειτουργικές συμμαχίες. Δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για πιο αποτελεσματικό διάλογο, γιατί βγαίνουν από τη μέση οι τρίτοι, οι διαιτητές. Είναι η πρώτη φορά που η Φιλιώ και ο αδερφός της λειτουργούν σαν αδέρφια και όχι σε συνάρτηση με τις ανάγκες και τις επιλογές των γονιών. Οι γονείς παίρνουν το ρόλο του γονιού και τα παιδιά το ρόλο του παιδιού.
Όταν γύρισα στο σπίτι, συνέχισε η Φιλιώ, η κόρη μου με ρώτησε τι έγινε στο χωριό. Όταν της είπα ότι έβαλα όρια στον παππού και ότι και οι δυο τους αναγκάστηκαν να τα δεχτούν, έπιασα ένα μήνυμα στον αέρα σε κλάσμα δευτερολέπτου. Ένα μήνυμα θαυμασμού και λίγης εμπιστοσύνης προς εμένα. Δε νομίζω ότι ήταν ψευδαίσθηση. Είδα σεβασμό στα μάτια της. Πήρα τέτοια δύναμη που είπα: “Θεέ μου, τώρα μπορώ να κινήσω βουνά”.