Από τη θέση του θεραπευτή έμαθα ότι οι αμφισβητήσεις και οι προκλήσεις μας ωθούν να αναθεωρήσουμε ασύμφορες αλήθειες. Να απελευθερωθούμε από αυτοεγκλωβισμούς.
Ο πατέρας της Αντιγόνης είχε πεθάνει όταν εκείνη ήταν δεκαπέντε χρονών. Ζούσε με τη μητέρα της στο πατρικό σπίτι. Σε ένα κλειστό δοχείο που δέσποζε πάνω στα ράφια της βιβλιοθήκης ήταν οι στάχτες του πατέρα της. Τα αδέρφια της είχαν ρίξει μαύρη πέτρα. Όταν μας το είχε αφηγηθεί, όλη η ομάδα είχε αντιδράσει έντονα.
— Δηλαδή ζεις σε ένα μαυσωλείο. Δεν είναι και παράξενο που είσαι ακινητοποιημένη και τόσο μόνη.
Οι πληγές είχαν ανοίξει και ο πόνος οξύς.
— Τι θα έλεγες να προσκαλούσαμε τη μητέρα σου σε μια συνεδρία της ομάδας; είχα προτείνει.
Όταν η μητέρα της, η Ελένη, μπήκε στην ομάδα, την προσκάλεσα να καθίσει δίπλα μου. Αισθανόμουν ότι έτσι ίσως να ένιωθε πιο ασφαλής. Προέβλεπα μια δύσκολη «εγχείρηση» και ήμουνα κι εγώ ανήσυχη. Διαισθανόμουν ότι θα είχαμε να διαχειριστούμε επώδυνα συναισθήματα. Η ομάδα είχε ταυτιστεί με την Αντιγόνη και δεν είχε τα καλύτερα συναισθήματα για τη μητέρα.
— Ευχαριστούμε που ήρθες. Σκεφτήκαμε ότι μπορείς να μας βοηθήσεις να βοηθήσουμε την κόρη σου. Γιατί ποιος άλλος την αγαπάει περισσότερο από σένα;
Ξαφνικά, και πριν προλάβουμε να πούμε κάτι άλλο, η μητέρα απευθυνόμενη στην κόρη της είπε κοφτά:
— Έτσι όπως είσαι καλύτερα να αυτοκτονήσεις.
Σαν να εμφανίστηκε ξαφνικά μια βόμβα στη μέση της αίθουσας έτοιμη να εκραγεί. Πάγωσαν όλοι. Ο δικός μου φόβος τεράστιος. Τι να κάνω για να μην ενεργοποιηθεί ο εκρηκτικός μηχανισμός; Έπρεπε γρήγορα κάτι να σκεφτώ. Γύρισα μέσα μου. Είπα στον εαυτό μου ότι θα πρέπει να «μεταφράσω». Δεν μπορεί να εννοεί αυτό που ακούμε. Κάτι άλλο λέει, αλλά τι και γιατί; Γιατί βάζει τον εαυτό της σε μια τόσο δύσκολη θέση;
Η ομάδα ήταν έτοιμη να την κατασπαράξει. Η δική μου έντονη αίσθηση άμεσου κινδύνου με κινητοποίησε.
— Πρώτη φορά μέσα εδώ βλέπω μια μάνα να κάνει μια τόσο απεγνωσμένη κίνηση για να σώσει το παιδί της. Το πήρε όλο επάνω της. Της έδωσε μια γερή σπρωξιά για να αποφασίσει να ζήσει, είπα με φωνή που παλλόταν από συγκίνηση. Έπεσε μια σιωπή αναμονής. Δεν ξέραμε τι να περιμένουμε. Μέχρι που η μητέρα άρχισε να μιλάει απευθυνόμενη στην ομάδα.
— Από τότε που γεννήθηκε η Αντιγόνη έζησε μέσα σε μια κόλαση. Οι καβγάδες με τον πατέρα της, η αρρώστια του, ο θάνατός του. Η δική μου μόνιμη δυστυχία τής μαύριζε τη ζωή. Εκείνη δε μιλούσε. Τα καταχώνιαζε όλα μέσα της. Δεν έκανα τίποτε για να γλιτώσει. Την κράτησα κοντά μου γιατί τη χρειαζόμουνα. Δεν θα τα έβγαζα πέρα χωρίς την Αντιγόνη. Τη φρόντιζα και έτσι είχα έναν λόγο να ζω. Της κατέστρεψα τη ζωή.
Η αντιστροφή του συναισθήματος της ομάδας ήταν εντυπωσιακή. Το εκρηκτικό συναίσθημα του θυμού είχε μετατραπεί σε έναν βαθύ πόνο. Μάτια δακρυσμένα, χέρια ενωμένα.
Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες. Έχουν χαθεί με την πάροδο των χρόνων. Θυμάμαι μόνο την Αντιγόνη και τη μητέρα της όρθιες μέσα στην αγκαλιά της ομάδας.